The interview is in Greek.
An excerpt:
– Χρησιμοποιείς την τεχνολογία ως hardware εικαστικό μέσο ή ως διαδικτυακή πλατφόρμα για να παρουσιάζεις το έργο σου; Μπορούν τα social media να αποτελέσουν μια σύγχρονη εικαστική φόρμα; Πόσο σε έχει επηρεάσει ο χώρος του post internet art και ο κόσμος του LARP? Υπάρχει μία νέα post-digital κουλτούρα στην Ελλάδα;
Παρατηρώντας τις ψηφιακές πλατφόρμες που γεννήθηκαν μέσα στην εποχή της πανδημίας, αλλά και αυτές που πέθαναν, αντιλαμβάνεται κανείς τη ρευστότητα της μεταψηφιακής και μεταδιαδικτυακής συνθήκης, όσο και την αδηφαγία αυτού που ονομάστηκε platform capitalism. Στη συνθήκη αυτή τίποτα δεν μπορεί να αναχθεί απλά σε «μέσο», ούτε «παλιό» ούτε «νέο». Κάθε ψηφιακή τεχνολογία που δημιουργείται είναι ήδη παραμετροποιημένη, αλγοριθμική, με ενσωματωμένη τεχνητή νοημοσύνη, γεννημένη για να απευθύνεται σε συγκεκριμένες κοινότητες χρηστών, να συλλέγει δεδομένα, προβλέποντας και συχνά προκαταλαμβάνοντας τις τάσεις που αυτές οι κοινότητες θα αναπτύξουν. Όπως έχουν επισημάνει αρκετοί στοχαστές της εποχής, οι σύγχρονες υπολογιστικές δομές είναι σύνθετες συστοιχίες από hardware, αστικό software, ενεργειακά κυκλώματα, διαπροσωπείες που ενεργοποιούνται με το ανθρώπινο χέρι ή από μη-ανθρώπινους παράγοντες, άρα δυναμικά οικοσυστήματα. Διέπονται από νέες μορφές ελέγχου και εξουσίας αλλά ταυτόχρονα επιτρέπουν να συμβεί κάτι σαν αυτό που συνέβη στην Tulsa κατά την προεκλογική περίοδο στις Ηνωμένες Πολιτείες, με έφηβους χρήστες του TikTok και οπαδούς της K-pop να κινητοποιούνται για να κλείσουν θέσεις στο χώρο της προεκλογικής ομιλίας του Trump δίχως πρόθεση να παραστούν, με αποτέλεσμα αυτός να μείνει μισοάδειος.
Αρκετοί καλλιτέχνες που συνδέονται συνειδητά με πτυχές της μεταδιαδικτυακής τέχνης έχουν αξιοποιήσει αυτές τις πλατφόρμες κατασκευάζοντας εαυτούς που ζουν τόσο στον ψηφιακό όσο και τον φυσικό χώρο – από το blog της Marisa Olson που μετέδιδε την πορεία της συμμετοχής στα auditions του American Idol μέχρι το Scandalishious στο YouTube από την Ann Hirsch και τις ινσταγκραμικές περφόρμανς Excellences & perfections της Amalia Ulman. Όλα αυτά είναι γνωστά και αποτελούν ήδη ιστορία, ωστόσο δεν πρέπει να κατανοηθούν απλώς ως «κριτικοί πειραματισμοί», αλλά ως κοινωνική πλοήγηση, δηλαδή ως τρόποι να υπάρξει κανείς μέσα σε ένα περιβάλλον ετεροποιητικό, δίχως το εχέγγυο κάποιας επικείμενης χειραφέτησης. Η κατασκευή μιας διαδικτυακής περσόνας όπως ο Chloroquine Juggalo προϋποθέτει στοιχεία προσποίησης -μιμούμαι εκλεκτικά συμπεριφορές των juggalos- αλλά ταυτόχρονα περνάω ένα μεγάλο κομμάτι του χρόνου μου συμμετέχοντας σε ορισμένες πολιτιστικούς κώδικες, φτιάχνοντας το δικό μου κοινωνικό δίκτυο, καλώντας αρκετούς ανθρώπους γύρω μου να συμμετάσχουν στο ίδιο παιχνίδι. Παράλληλα, όταν παρουσιάζεις μια εποπτεία της δράσης σου ως Chloroquine Juggalo σε ένα χώρο όπως το KEIV, του Κωνσταντίνου Λιανού, καλείσαι να φτιάξεις μια συνθήκη που θα είναι τόσο εμβυθιστική και συγκινητική όσο η διαδικασία που τη γέννησε. Εκεί μέσα, πρέπει να συνυπάρξουν τα online stories των φίλων σου juggalos με τις στολές και τα εργαλεία που χρησιμοποιείς για να χτίσεις αυτόν τον «παράλληλο» κόσμο. Γνωρίζω αρκετά καλά αυτή την αίσθηση από παλιότερα πρότζεκτ, σαν αυτά που υλοποιούμε από το 2006 με τη Βάνα Κωσταγιόλα στα πλαίσια του ντουέτου KavecS (www.kavecs.com). Αυτό που κάναμε μέχρι τώρα, με σαφείς αναφορές στα λεγόμενα tactical media, είναι να μετατρέπουμε καταστάσεις που εντοπίζαμε στο ελληνικό διαδίκτυο σε συλλογικές περφόρμανς εντός του «φυσικού χώρου». Όταν κατασκευάζεις προσομοιώσεις της καθημερινότητας, όπως ένα New Age θεραπευτήριο, ένα προσωρινό γραφείο μετανάστευσης ή μια εξτρεμιστική πολιτική οργάνωση αλλάζει ο τρόπος που σε βλέπει ένα κομμάτι του κοινού και των επαφών σου – κάτι από την κατασκευή αυτή έχει εγγραφεί πάνω σου και σε μετατρέπει από πειραματιζόμενο σε «πειραματόζωο». Πρόκειται για ένα μοντέλο καλλιτεχνικής δράσης που διαφοροποιείται από τη καθαρολογία του «κριτικού καλλιτέχνη», αλλά και ένας άλλος τρόπος να συνδέεται η καλλιτεχνική πράξη με το «πολιτικό».
Η απάντηση που μπορώ να δώσω στο ερώτημα αν υπάρχει μεταψηφιακή σκηνή στην Ελλάδα είναι καταφατική. Αλλά νομίζω ότι μια τέτοια κουλτούρα ή σκηνή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσα στο ειδικό κοινωνικό πλαίσιο που τη γέννησε, το οποίο μυρίζει ακόμα μπαρούτι. Πρόκειται για τον πυρηνικό αντιδραστήρα των πρώτων χρόνων της ελληνικής κρίσης, η οποία συνέπεσε με τη διάδοση των διαδικτυακών κοινωνικών μέσων και τη μαζικοποίηση της χρήσης τους. Αναφέρομαι σε ένα αλλόκοτο μείγμα κοινωνικής επιβράδυνσης και ψηφιακής επιτάχυνσης που έχω καταλήξει να αποκαλώ το «ελληνικό μεταψηφιακό». Μέσα στη δεκαετία που πέρασε υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις ελλήνων καλλιτεχνών που βυθίστηκαν στη διαδικτυακή κουλτούρα κατασκευάζοντας διαπροσωπείες, εαυτούς, προσομοιώσεις, περιβάλλοντα που τους επέτρεπαν να πλοηγηθούν ανάμεσα στις κυρίαρχες αφηγήσεις της ελληνικής κρίσης. Έχω επιχειρήσει συχνά να παρουσιάσω τα παραδείγματα αυτά, στις τρεις τελευταίες Μπιενάλε της Αθήνας, σε εκθέσεις που επιμελήθηκα και κείμενα που έγραψα. Υπάρχει βέβαια και μια άλλη εκδοχή της μεταδιαδικτυακής τέχνης στην Ελλάδα που συνδέεται περισσότερο με την αναζήτηση μιας νέας υλικότητας και πειραματίζεται με το ανασχεδιασμό του καθημερινού υλικού πολιτισμού, βρίσκοντας περισσότερη ανταπόκριση από ιδρύματα και αίθουσες τέχνης. Έχουμε αρκετά να μάθουμε και από αυτή την τάση. Όμως, η άνθιση του μεταψηφιακού φαινομένου στη ελληνική σκηνή θα κριθεί εν πολλοίς και από το ρόλο που καλούνται πια να παίξουν και οι ελληνικές σχολές καλών τεχνών, καθώς, κακά τα ψέματα, ο ορίζοντας μετατοπίζεται προς στο βιωματικό metaverse της Gen Z. Ως εικαστικός και διδάσκων στο ελληνικό πανεπιστήμιο γνωρίζω ότι πρέπει να γίνει πολύ δουλειά ακόμα σε αυτό το επίπεδο εντός των σχολών τέχνης, δουλειά που θα βασίζεται σε ακατάπαυστη μελέτη της σύγχρονης διαδικτυακής οπτικής κουλτούρας.
Read the entire interview here